- μυωτικός
- -ή, -ό(για φάρμακα) αυτός που έχει την ιδιότητα να προκαλεί μύωση, σμίκρυνση τής κόρης τού ματιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myotic < νεολατ. myosis < μύωσις < μύω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.